Στην πρόσφατη εκδρομή που πραγματοποίησε ο Σύνδεσμός μας στην πρωτεύουσα της Αργολίδας το Ναύπλιο, επισκεφθήκαμε εκτός των άλλων την πλατεία του Ναυπλίου όπου ζητιάνευε η Πανώρια Χατζηκώστα και τον Ιερό Ναό του Αγίου Σπυρίδωνα όπου δολοφονήθηκε ο Ιωάννης Καποδίστριας και διακρίνονται ακόμη στον τοίχο οι σφαίρες των δολοφόνων.
Επιστρέφοντας άρχισα να μελετώ διάφορα πράγματα για τη ζωή και το έργο του Καποδίστρια καθώς και της πατριώτισσας Πανώριας Χατζηκώστα της ζητιάνας του Ναυπλίου με το παρατσούκλι «η Ψωροκώσταινα». Δύο από τα ωραιότερα άρθρα δημοσιεύθηκαν το έτος 1996 στην εφημερίδα μας «ΦΩΝΗ ΑΠΟΣΤΡΑΤΩΝ» του υποστρατήγου χωρ/κής ε.α. Τερζή Φιλοποίμενος με τίτλο «Εάν ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών» και «η ψωροκώσταινα η ζητιάνα του Ναυπλίου» τα οποία κρίνω ότι έχουν να μας προσφέρουν πολλά και επαναδημοσιεύονται.
Δημήτριος Τσούνης
«Εάν ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών»
Ο Ιωάννης Καποδίστριας υπήρξε ένας εμπειρότατος πολιτικός, ο οποίος μάλιστα, διετέλεσε και Υπουργός των Εξωτερικών της Ρωσίας. Είχε μεγάλη μόρφωση και κατείχε τρία πτυχία, της Ιατρικής, Νομικής και Φιλολογίας. Υπήρξε αγνός και ανιδιοτελής πατριώτης, βαθύτατα δημοκράτης και Χριστιανός Ορθόδοξος. Την 25 Μαρτίου 1827, εξελέγη Κυβερνήτης της Ελλάδας. Αμέσως υπέβαλε την παραίτησή του στον Τσάρο, από το αξίωμα του Υπουργού των Εξωτερικών, παρά τις αντιρρήσεις του, ο οποίος μάλιστα του είπε, στην Ελλάδα θα διακινδυνεύσει η ζωή σου. Η πρώτη του ενέργεια ήταν να κινηθεί προς την Ευρώπη, με σκοπό τη δημιουργία φιλικού πνεύματος προς την Ελλάδα και την επικράτηση των φιλελευθέρων ιδεών μεταξύ των ηγετών της Ευρώπης. Ενώ υπήρξε πολέμιος της πολιτικής του Υπουργού των Εξωτερικών της Αυστροουγγαρίας, Μέτερνιχ, ο οποίος ήταν κατά της απελευθερώσεως των υποδούλων λαών, συνεπώς και των Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό. Την 20η Γενάρη 1828, ο Καποδίστριας φτάνει στο Ναύπλιο, εγκαταλείποντας αξιώματα, τιμές και πλούτη για να κυβερνήσει μια χώρα φτωχή, αγραμμάτων και αγροίκων, που ζούσαν μέσα στη διχόνοια, τις φατρίες και τις προσωπικές φιλοδοξίες. Στη διακήρυξή του προς τον Ελληνικό λαό αρχίζει ως εξής: Εάν ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ' ημών. Και έπρεπε, ευθύς αμέσως ν' ανοίξει βαθιά θεμέλια και να τοποθετήσει ογκόλιθους, για να υπάρξει εκ του μηδενός και του χάους, το νεοελληνικό κράτος. Έπρεπε να δημιουργηθεί τακτικός στρατός και πολεμικό Ναυτικό. Να ιδρυθούν Στρατιωτικές Σχολές και Ναυπηγεία. Να υπάρξουν Σχολεία για την παιδεία, κρατική Διοικητική Οργάνωση, κεντρική Τράπεζα και Δημόσια Οικονομία, Δικαιοσύνη, δικαστήρια και Δημόσια Ασφάλεια. Να υπάρξει αρχαιολογική υπηρεσία και Μουσεία για την προστασία των αρχαίων ελληνικών Θησαυρών, από τις αρπακτικές διαθέσεις των ξένων. Να δημιουργηθεί η αναγκαία υποδομή για τη Γεωργία και τη Δημόσια Υγεία και να παταχθούν τα υπολείμματα του Ιμβραήμ και η πειρατεία. Έπρεπε, και τι δεν έπρεπε, για ένα κράτος που γεννιότανε εκείνη τη στιγμή. Και όλα αυτά, τα συνέστησε ένας άνθρωπος, εργαζόμενος 18 ώρες το 24ωρο. Στεγαζόμενος στο κυβερνητικό ανάκτορο δυο δωματίων, εκ των οποίων, το ένα ήταν ο κοιτώνας του. Εκεί, ιδιοχείρως συνέταξε τους αναγκαίους Νόμους, Διατάγματα, και κανονισμούς λειτουργίας, τρεφόμενος λιτότατα και βασανισθείς επί 3 1/2 χρόνια, για να κινήσει, την κρατική μηχανή και να φέρει τους Έλληνες, στο δρόμο της νομιμότητας που δεν εδέχοντο αφεντικά στα κεφάλια τους. Και όλα αυτά, χωρίς οικονομικά μέσα. 0 ίδιος πάμπτωχος, αφού δεν αποδέχθηκε την κρατική επιχορήγηση, αλλά και την προσωπική του περιουσία διέθεσε για τις ανάγκες του Κράτους. Γι' αυτό και ονομάσθηκε ο θεμελιωτής του Νεοελληνικού Κράτους. Επόμενο ήταν, για να επιτύχει αυτό το τεράστιο έργο, της δημιουργίας Ευνομουμένου Κράτους και να καθυποτάξει τον επί 400 χρόνια υπόδουλο και αγράμματο ελληνικό λαό, να συμπεριφέρεται, αν και Δημοκράτης, αυστηρώς. Nα είναι άτεγκτος, ανυποχώρητος στις αποφάσεις του, απαιτητικός με αυστηρή κρίση, πράγμα που τον έκανε μονόχνοτο και πεισματάρη. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι ήσαν οι Υδραίοι και οι Μαυρομιχαλαίοι, οι οποίοι ζητούσαν προνόμια. Οι διανοούμενοι Έλληνες της διασποράς επηρεασμένοι από το πνεύμα της Γαλλικής Επαναστάσεως εκτόξευαν εναντίον του Καποδίστρια απαράδεκτες κατηγορίες. Αυτοί, με επικεφαλείς τον Κοραή, τους Κουντουριώτηδες, τον Μιαούλη, τον Μαυροκορδάτο, τον Τρικούπη και τον Πολυζωίδη που εξέδιδε την εφημερίδα «Απόλλων» ενεργούσαν με κάθε τρόπο, για την ανατροπή του Κυβερνήτη. Ενώ αυτή η κατάσταση επικρατούσε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, στο λιμάνι της Μάνης, τον Φλεβάρη του 1831, ο Κατσής Μαυρομιχάλης, ξεσηκώθηκε με τα παλληκάρια του κατά του Κυβερνήτη. Ο Πετρόμπεης, εζήτησε να πάει στην Τσίμοβα για να αποκαταστήσει την τάξη, βέβαιος προς τούτο. Όμως, δεν του επετράπη και για νυκτός έφυγε κρυφά. Προς σύλληψή του, απεστάλει ο Κανάρης, ο οποίος τον πρόφτασε στο Κατάκωλο και με μια μπαμπεσιά, τον έβαλε στο καράβι του και τον μετέφερε στο Ναύπλιο, όπου εφυλακίσθη στο ίτς-Καλέ. Ο Ρώσος Ναύαρχος Ρίκορντ είχε αγκυροβολήσει με το καράβι του στις Κιτριές της Μάνης. Εζήτησε να τον επισκεφθεί η μάνα του Πετρόμπεη η οποία έφτασε εκεί, υποβασταζόμενη από ένα νεαρό της οικογένειας. Όταν ανέβηκε στο καράβι, όλοι της έκαμαν τόπο για να περάσει. Θύμιζε αρχαίο φάντασμα, ίσκιο της ελληνικής τραγωδίας. Αυστηρή με υπερήφανο βήμα και βλέμμα γεμάτο πείρα και μοίρα. Οι ιστορικοί την παρομοιάζουν με την Εκάβη, τη γυναίκα του Πριάμου. Ο Ναύαρχος έτρεξε αμέσως, να την χαιρετήσει και της έδωσε κάθισμα. Σας ακούω της είπε, δια του διερμηνέα και θα είμαι ευτυχής αν μπορέσω να σας προσφέρω τη βοήθειά μου. Να του πεις, άρχισε με τραχύ τόνο, η γερόντισσα, να βγάλει το παιδί μου από τη φυλακή, γιατί αυτό που κάνει είναι άδικο. Και το άδικο, δεν συγχωρείται στον τόπο μας. Σε ποιο να το πω, τη ρώτησε ο Ναύαρχος. Στον Κυβερνήτη. Εσύ είσαι Μόσκοβος και θα σε ακούσει. Να βγάλει το παιδί μου από τη φυλακή για το δίκαιο και το καλό του. Γιατί η οικογένεια μου έδωσε τα πάντα για τη λευτεριά της Ελλάδας και άρχισε να ονοματίζει τους Μαυρομιχαλαίους που έπεσαν στον αγώνα. Για μια στιγμή, γυρίζει προς τις Κιτριές και του λέγει. Το βλέπεις αυτό το σπίτι; Εκεί μέσα ο Πετρόμπεης με τον Αντωνόμπεη και το Μούρζινο βάλανε τις βούλες στο χαρτί, που έγραψαν για τον ξεσηκωμό του έθνους το ‘21. Ο Ναύαρχος παρακολουθούσε με προσοχή αυτή την τραγική γερόντισσα. Να του πεις του Κορφιάτη επαναλαμβάνει, να βγάλει τα παιδί μου από τη φυλακή, για το δίκαιο και το καλό του και αποχαιρέτησε τον Ναύαρχο. Για μια στιγμή μέσα από τη βάρκα, λέγει για μια ακόμη φορά, στο Ναύαρχο που την παρακολουθούσε πάνω στο καράβι. Άκουσε Ναύαρχε, να πεις στον Καρφιάτη να βγάλει το παιδί μου από τη φυλακή για το δίκαιο και για το κεφάλι του. Ο Ρίκορντ αναχώρησε με το καράβι του, για το Ναύπλιο και το πρωί της 25ης Σεπτεμβρίου επισκέφτηκε τον Κυβερνήτη. Συζήτησε το θέμα μαζί του, χωρίς να του αποκαλύψει ότι είχε δεχθεί την επίσκεψη της μάνας του Μπέη. Παρεκάλεσε κατά τη συζήτηση τον Κυβερνήτη, να δεχθεί τον Πετρόμπεη και να τον ακούσει. Του είπε μάλιστα, ότι λέγουν, πως έδωσε εντολή για τη σύλληψή του. Ο κυβερνήτης διαμαρτυρήθηκε εντόνως διότι δεν είχε δώσει εντολή. Εκείνο που έγινε είπε, έγινε από μεγάλο ζήλο και το αποδοκιμάζω. Η πράξη του Κανάρη ήταν άτιμη. Πότε θα τον δεχθείς, τον ρώτησε ο Ναύαρχος και του είπε στις 5 το απόγευμα και έδωσε προς τούτο, σχετική εντολή. Στο μεταξύ, κατά το μεσημέρι, έφτασε στο Κυβερνείο, το Ευρωπαϊκό Ταχυδρομείο. Σε εφημερίδα του Λονδίνου, υπήρχε ένα άρθρο βίαιο κατά του Καποδίστρια, το οποίο μάλιστα ανεφέρετο στο διωγμό των Μαυρομιχαλαίων. Έτσι, όπως ο Καποδίστριας ήταν ευερέθιστος, το θυμικό του άλλαξε μονομιάς. Έδωσε εντολή ότι δεν θα δεχόταν τον Πετρόμπεη. Η συνοδεία με το Μπέη έφτασε στο κυβερνείο την καθιερωμένη ώρα και πήρε διαταγή να τον οδηγήσει πάλι, στη Φυλακή. Περνώντας η συνοδεία από το σπίτι του Μπέη, στο παράθυρο ευρίσκοντο ο αδελφός του Κωνσταντής και ο γιος του Γιωργάκης Μπεηζαντές, ο ωραιότερος άνδρας της εποχής. Τι έγινε γέρο, τον ερώτησαν και εκείνος με πνιγμένη φωνή τους απάντησε. Τι να γίνει μωρέ, δεν βλέπετε, τον Μπέη της Μάνης, τον ανεβοκατεβάζουν σαν κλεφτοκοτά. Ο Γιωργάκης, που είχε τύχει ιδία δαπάνη, του Καποδίστρια, για την παιδεία του, στην Ευρώπη, ψιθύρισε. Ο Κορφιάτης μας περνάει για λωβούς. Δεν τον δέχθηκε για να μας ντροπιάσει. Κοιτάχτηκαν στα μάτια και αμέσως πήραν την απόφαση να τον εκτελέσουν. Την Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 1831, ο Κυβερνήτης κατά τη συνήθεια του πήγε να εκκλησιαστεί στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνος. Όταν έφθασε στην πόρτα της εκκλησίας, ο εκκλησιάρχης, ονόματι Γούτος φώναξε στους δυο Μαυρομιχαλαίους, που ανέμεναν αριστερά και δεξιά της πόρτας, κάνετε τόπο να περάσει ο Κυβερνήτης. Και τότε, ακούστηκαν δυο μπαταρίες από τον Κωνσταντή κατά του Καποδίστρια, ενώ ο Γιωργάκης βγάζει ένα μαχαίρι και το βυθίζει στην κοιλιά του. Ο Κοζώνης μονόχειρας σωματοφύλακας του Κυβερνήτη, βγάζει την μπιστόλα του και κτυπά τον Κωνσταντή, καθώς έτρεχε να σωθεί. Πανικός, φωνές και αλαλαγμός στο Ναύπλιο. Οι κακοβούιδες σκότωσαν τον αφέντη. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Ο ακατανίκητος από τις δυσχέρειες, κατανικήθηκε από τις μικρότητες, κατανικήθηκε από τις ραδιουργίες και έπεσε από τις σφαίρες του ανθρώπινου πάθους, του μίσους και τα άνομα συμφέροντα, τον έδιωξαν από τη ζωή, όχι όμως και από την αιωνιότητα. Με τα φτερά της φήμης, έφτασε η θλιβερή είδηση στην Τριπολιτσά, όπου ευρίσκετο ο Κολοκοτρώνης. Ο κόσμος αναστατωμένος τον ερώτησε και τώρα τι θα γίνει; Και ο σοφός στρατηγός τους είπε: Έλληνες, κάποτε τα γαϊδούρια, είχαν κουρασθεί να κουβαλούν πέτρες και λάσπη για να κτίσουν τα λαγκάδια. Αποφάσισαν να φονεύσουν τον σαμαρτζή που έφτιαχνε τα σαμάρια. Έτσι και έγινε. Αλλά τα αφεντικά τους, έφτιαχναν τα σαμάρια στον άπειρο, μαθητή του και τα ζώα όχι μόνο δεν έπαψαν να κουβαλούν οικοδομικά υλικά, αλλά και επλήγιαζαν από τα κακότεχνα σαμάρια. Ο Καποδίστριας Έλληνες, δεν μας άρεσε. Τώρα οι Μεγάλες Δυνάμεις θα μας φέρουν στο σβέρκο μας χειρότερο. Η προφητεία του Γέρου επαληθεύτηκε, αφού μετ' ολίγου ήλθαν οι Βαυαροί, που υπήρξαν χειρότεροι και από τους Τούρκους κατακτητές. Ο Κολοκοτρώνης καυτηρίαζε τις απαράδεκτες πράξεις τους και μια μέρα ο Όθωνας κάλεσε το Στρατηγό και του λέγει. Διαδίδεις να αλλάξω τον τάδε Υπουργό. Όχι Μεγαλειότατε, του απάντησε, όποιον υπουργό να βάλεις, τα ίδια θα κάνει. Ο χαβάς της διοικήσεως να αλλάξει (ο τρόπος της διοικήσεως).
Φιλοποίμην Τερζής Υποστράτηγος Χωρ/κής ε.α.
«Η ψωροκώσταινα» (η ζητιάνα του Ναυπλίου)
Κατά τα χρονιά της Ελληνικής Επανάστασης, ζούσε με την οικογένεια της, στις Κυδωνιές - Αϊβαλί - της Μ. Ασίας, η Πανώρια Χατζηκώστα. Το Αϊβαλί ήταν μια μεγάλη και ανθούσα πόλη του Ελληνισμού. Μετά την κάθοδο του Υψηλάντη στη Βλαχία, όπου ξεσήκωσε τους χριστιανικούς πληθυσμούς, σε λίγες εβδομάδες, η φλόγα του ξεσηκωμού είχε απλωθεί στο Μόριά, στη Ρούμελη και στη Μακεδονία.
Έτσι και οι Κυδωνιές, με τον Ελληνικό πληθυσμό ευρέθησαν σε επαναστατική ατμόσφαιρα. Ο Ελληνικός στόλος είχε εισέλθει στο λιμάνι των Κυδωνιών και είχε καταλάβει προς στιγμή βέβαια, την πόλη. Δεν άργησαν όμως να φτάσουν τα Τουρκικά στήφη και να αρχίσει η σφαγή του πληθυσμού και οι καταστροφές.
Οι Κυδωνιές καίγονταν από άκρον εις άκρον. Άλλη σωτηρία από τη φυγή, δεν υπήρχε για τους δυνάμενους να σωθούν. Με διάφορα πλοία οι Έλληνες του Αϊβαλιού, έφευγαν για τα απέναντι νησιά. Εμπρός στα μάτια της Πανώριας, οι Τούρκοι έσφαξαν τον άνδρα της και πήραν τα τέσσερα παιδιά της. Στα Ψαρά, ανάμεσα στα πλήθη των προσφύγων, γύριζε μια χαροκαμένη γυναίκα μονάχη της. Την είχε αρπάξει ένας ναύτης στην προκυμαία του Λιμανιού στ’ Αϊβαλί και την πέταξε σε μια βάρκα και έτσι βρέθηκε στα Ψαρά.
Μια ημέρα, στο δρόμο τη συνάντησε ο γέρο-δάσκαλος Βενταμίνι από το Αϊβαλί. Είχε σωθεί κι αυτός από τη σφαγή. Τη γνώρισε γιατί ήταν ο δάσκαλος των παιδιών της. Ήταν μαθηματικός, φιλόσοφος Λέσβιος, μυημένος στη Φιλική Εταιρεία. Είχε διδάξει στην περίφημη Ακαδημία των Κυδωνιών. Επίσης στο Βουκουρέστι και στην επαγγελματική Σχολή της Σμύρνης και τώρα πρόσφυγας κι αυτός ετοιμαζόταν, από τα Ψαρά να περάσει στο Μοριά, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον αγώνα των Ελλήνων για την ελευθερία τους.
Συμπονούσε τη δυστυχισμένη γυναίκα και την πήρε μαζί του στην Πελοπόννησο. Έτσι έφθασαν στο Ναύπλιο, ήταν τότε η έδρα της Κυβερνήσεως με πληθυσμό κυρίως προσφύγων και άλλοτε δούλευε και άλλοτε ζητιάνευε για ένα κομμάτι ψωμί. Από ένα τύφο που είχε λάβει διαστάσεις επιδημίας, ο γέρο-δάσκαλος πέθανε.
Ποιος να την προσέξει και ποιος να ενδιαφερθεί γι' αυτή τη δύστυχη γυναίκα; Αφού χιλιάδες ντόπιοι και πρόσφυγες, εστερούντο και του λίγου άρτου;
Ξαφνικά, τα σύννεφα σκέπασαν το Μόριά. Ήταν το έτος 1826, όταν ο Ιμβραήμ αποβιβάσθηκε στην Πελοπόννησο και άρχισε το καταστροφικό έργο του, της σφαγής του πληθυσμού και της ερήμωσης. Κύματα προσφύγων έφθαναν στο Ναύπλιο. Γέμισε η πόλη από ορφανά. Όσοι μπορούσαν από τους ντόπιους τα έπαιρναν στα σπίτια τους, για να τα σώσουν από τη δυστυχία. Και ανάμεσα σ' αυτούς, ήταν και η πιο έσχατη, κι η πιο δύστυχη Πανώρια. Πήρε στην τρώγλη που έμενε τρία παιδάκια και ζητιάνευε για να τα ζήσει γυρνώντας στους δρόμους τρισάθλια και κουρελιασμένη. Ξεχώριζε τόσο πολύ, από τους άλλους ανθρώπους, ώστε τα αλητόπαιδα τη χλεύαζαν και την πείραζαν με το παρατσούκλι που της είχαν κολλήσει - Ψωροκώσταινα. Την Κυριακή της 8ης Ιουνίου 1826, επρόκειτο να γίνει έρανος για τις ανάγκες της αγωνιζομένης Ελλάδας και η συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε στην Πλατεία του Ναυπλίου. Στο συγκεντρωμένο πλήθος, μίλησε ο Μέγας διδάσκαλος του γένους, Γεώργιος Γεννάδιος, που εσπάραξε τις καρδιές των συγκεντρωμένων. Όλος ο κόσμος με δάκρυα στα μάτια, έδιδε ότι είχε και δεν είχε. Στο πρόσταγμα του Γεννάδιου, πρώτη απ’ όλους, έτρεξε η Ψωροκώσταινα η οποία παρέδωσε το μοναδικό ασημένιο δακτυλίδι της, που το κρατούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή, σαν οικογενειακή ανάμνηση. Ο κόσμος που την είδε άρχισε να τη χειροκροτάει με δάκρυα στα μάτια για την πατριωτική της χειρονομία και το ηθικό της μεγαλείο. Η Πανώρια είδε και έζησε τους πρώτους μήνες της απελευθερώσεως. Ο Καποδίστριας όταν έφθασε στην Ελλάδα, αμέσως ίδρυσε ορφανοτροφείο για τα ορφανά. Η Πανώρια προσελήφθηκε ως καθαρίστρια. Λίγους μήνες μετά, αρρώστησε και πέθανε. Τα παιδιά που βοήθησε, όταν μεγάλωσαν με συγκίνηση διηγόταν την Ιστορία της Πανώριας της Αϊβαλιώτισσας, της ζητιάνας του Ναυπλίου, της «Ψωροκώσταινας», που μέσα στην καρδιά της, ευρίσκετο ο θησαυρός της καλοσύνης και της αγάπης. Και η τραγική ιστορία της, που άρχισε στο Αϊβαλί και τελείωσε στο Ναύπλιο, διελάμβανε το ηθικό μεγαλείο και την ομορφιά της ψυχής της, που εκδηλώθηκε με έργα αγάπης προς την Πατρίδα, τους συνανθρώπους της και σε κάθε τι Ελληνικό. Ο λαός του Μοριά είχε συνδέσει τη ζωή της Ψωροκώσταινας με τις οικονομικές αδυναμίες της Ελληνικής πολιτείας και άκουε κανείς τα χρόνια εκείνα, να λέγουν: Τι περιμένεις, να σου προσφέρει η Ψωροκώσταινα; Δηλαδή η Ελληνική Πολιτεία. Πήγε εδώ, πήγε εκεί, στην Ψωροκώσταινα κατέληξε. Και άλλες τέτοιες εκφράσεις που είχαν περισσότερο συμπαθητική διάθεση και λιγότερο πνεύμα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου